- επισίτιση
- ηο επισιτισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επισίτιση — η (AM ἐπισίτισις) [επισιτώ] προμήθεια τροφών … Dictionary of Greek